Επιτυχής Εξωσωματική Γονιμοποίηση: Φρέσκα ή Κρυοσυντηρημένα Έμβρυα;
Γράφει ο Αλέξανδρος Δ. Τζεφεράκος, Μαιευτήρας - Γυναικολόγος, Επιστημονικός Διευθυντής στη «Μονάδα Γονιμότητας & Εξωσωματικής Γονιμοποίησης της Κλινικής ΡΕΑ, Αντιπρόεδρος Δ.Σ. ΡΕΑ
Το πρώτο μωρό στον κόσμο που γεννήθηκε μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης έγινε 42 ετών το καλοκαίρι που μας πέρασε. Ακόμα και μετά από τέσσερις δεκαετίες όμως, η εξωσωματική γονιμοποίηση θεωρείται ένα σχετικά νέο επιστημονικό πεδίο με συνεχιζόμενη συζήτηση σχετικά με το πώς θα έχουμε τα καλύτερα αποτελέσματα για τις οικογένειες που έχουν τοποθετήσει τις ελπίδες τους -και συχνά την προσωπική τους αποταμίευση- στις θεραπείες γονιμότητας.
Οι ειδικοί στον τομέα της εξωσωματικής γονιμοποίησης διαφωνούν σχετικά με το αν η μεταφορά ενός φρέσκου ή κρυοσυντηρημένου εμβρύου στη μήτρα μιας ασθενούς προσφέρει τις καλύτερες πιθανότητες για ένα υγιές μωρό. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη που εξέτασε δεδομένα 83.000 ασθενών εξωσωματικής γονιμοποίησης και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Fertility and Sterility, δεν υπάρχει μία απάντηση που να είναι σωστή για όλες τις περιπτώσεις. Η καλύτερη επιλογή μπορεί να διαφέρει, ανάλογα με το πόσα ωάρια παράγει η ασθενής.
Για τις ανάγκες μιας εμβρυομεταφοράς φρέσκων εμβρύων, οι ασθενείς λαμβάνουν ορμόνες για αρκετές εβδομάδες για να τονώσουν την παραγωγή των ωαρίων τους. Οι γιατροί ανακτούν τα ωάρια, τα γονιμοποιούν και τοποθετούν ένα ή περισσότερα έμβρυα στη μητέρα, εντός της ίδιας διαδικασίας. Όμως, πολλές κλινικές γονιμότητας παγκοσμίως συστήνουν πλέον να κρυοσυντηρηθούν όλα τα έμβρυα και να υπάρξει αναμονή λίγων εβδομάδων, προκειμένου να εισέλθει η γυναίκα σε νέο εμμηνορροϊκό κύκλο.
Τα τελευταία επτά χρόνια, μερικές κλινικές υποστήριξαν την κρυοσυντήρηση όλων των εμβρύων με την πεποίθηση ότι η διαδικασία που διεγείρει τα ωάρια καθιστά το ενδομήτριο λιγότερο φιλόξενο για την εγκυμοσύνη. Ορισμένες έρευνες έδειξαν, επίσης, ότι η μεταφορά κρυοσυντηρημένων εμβρύων είναι λιγότερο πιθανό να οδηγήσει σε πρόωρο τοκετό και λιποβαρή έμβρυα.
Σύμφωνα όμως με νέα μελέτη, η αναμονή μπορεί να είναι επωφελής μόνο για τις γυναίκες που παράγουν 15 ή περισσότερα ωάρια μετά από ορμονική διέγερση. Τα ποσοστά γεννήσεων για αυτούς τους λεγόμενους «υψηλούς ανταποκριτές» που έλαβαν κρυοσυντηρημένα έμβρυα ήταν ελαφρώς υψηλότερα (52%) από αυτά που έλαβαν μεταφορές φρέσκων εμβρύων (48%).
Ωστόσο, σε άτομα με χαμηλή και μεσαία ανταπόκριση (γυναίκες που παρήγαγαν 14 ή λιγότερα ωάρια) η μεταφορά φρέσκων εμβρύων οδήγησε σε μεγαλύτερα ποσοστά εγκυμοσύνης και γεννήσεων σε σύγκριση με εκείνες που έλαβαν κρυοσυντηρημένα έμβρυα.
Από την πλευρά των ασθενών, αν μπορούν να προχωρήσουν λαμβάνοντας μεταφορά φρέσκων εμβρύων, γλυτώνουν από την πρόσθετη αναμονή και από έναν πρόσθετο κύκλο ορμονών. Η κρυοσυντήρηση μπορεί επίσης να οδηγήσει σε έναν ή δύο μήνες επιπλέον αναμονής, χωρίς να γνωρίζουμε αν η διαδικασία θα είναι τελικά επιτυχής, γεγονός που μπορεί να καταβάλλει συναισθηματικά τις ασθενείς. Με βάση αυτά τα δεδομένα, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο όφελος από την επιλογή της αναμονής.
Τα δεδομένα της μελέτης προήλθαν από ασθενείς που έκαναν πρώτη φορά εξωσωματική γονιμοποίηση και που συμπεριλήφθηκαν στο μητρώο της αμερικανικής Εταιρείας Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγικής Τεχνολογίας μεταξύ 2014 και 2015. Οι χαμηλοί ανταποκριτές παρήγαγαν 1 έως 5 ωάρια, οι μεσαίοι ανταποκριτές παρήγαγαν 6 έως 14 ωάρια και οι υψηλοί ανταποκριτές παρήγαγαν 15 ή περισσότερα.
Προηγούμενες έρευνες που υποστήριζαν την προσέγγιση «κρυοσυντήρηση όλων» ήταν περιορισμένες σε δεδομένα, καθώς ο αριθμός των ασθενών που συμπεριλήφθηκαν στις μελέτες ήταν σχετικά μικρός. Η νέα αυτή μελέτη, όμως, κάνει μια πιο ακριβή αποτύπωση των ασθενών που υποβάλλονται σε θεραπεία εξωσωματικής γονιμοποίησης στις ΗΠΑ. Ωστόσο, οι συγγραφείς της μελέτης δεν μπόρεσαν να αξιολογήσουν τους λόγους για τους οποίους οι ασθενείς επέλεξαν μεταφορά κρυοσυντηρημένων εμβρύων παρά φρέσκων.
Χρειάζονται περαιτέρω έρευνες, αλλά το βασικό συμπέρασμα για τους ασθενείς είναι ότι ενώ πιθανόν να βλέπουν και να διαβάζουν πολλές πληροφορίες που υποστηρίζουν ότι η μεταφορά κρυοσυντηρημένων εμβρύων είναι η καλύτερη επιλογή σε όλες τις περιπτώσεις, τελικά βλέπουμε ότι αυτό δεν ισχύει συνολικά. Επομένως, ας ελπίσουμε ότι τα νέα αυτά δεδομένα θα διευκολύνουν την επιλογή των ασθενών που είναι χαμηλοί ή μεσαίοι ανταποκριτές για να προχωρήσουν σε εμβρυομεταφορά φρέσκων εμβρύων.